έκτοσθε

έκτοσθε
ἔκτοσθε και ἔκτοσθεν (Α)
επίρρ.
1. από τα έξω, έξω από κάτι
2. (απολ.) απέξω
3. «ἔκτοσθεν γενέσθαι» παραληρώ (Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἔκτοσθε — outside indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκτοσθεν — ἔκτοσθε outside indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυωπός — όν, Α αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπής (Ι)* («ἰχθύας... ἔκτοσθε θαλάσσης δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωπός (< ὀπή «τρύπα»), πρβλ. στεν ωπός. Το ω τού β συνθετικού οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”